Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δάχτυλο  
ουσιαστικό ουδέτερο

dito ~m~ δείχνω με το δάχτυλο==mostrare a dito, additare | με δείχνουν με το δάχτυλο==essere mostrato a dito | παίζω κάτι στα δάκτυλα==conoscere qualcosa a menadito | κρύβομαι πίσω απ' το δάχτυλό μου==nascondersi dietro il proprio dito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δαχτυλίδι δαχτυλογραφώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---