Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδαχτυλιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 dita`ta ~f~ γέμισε δαχτυλιές το βιβλίο==ha riempito il libro di ditate 2 ((figurato)) dito ~m~; go`ccio ~m~ μια δαχτυλιά ουίσκι==un dito di wisky permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |