Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβρεγμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [βρέχω] 2 bagna`to; u`mido βρεγμένα παπούτσια==scarpe bagnate | βρεγμένα ρούχα==panni umidi+++έφυγε σαν τη βρεγμένη γάτα==se n'è andato con la coda tra le gambe permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |