Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρέξιμο  
ουσιαστικό ουδέτερο

il bagna`re; annaffiatu`ra ~f~; annaffiame`nto ~m~; annaffia`ta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρεμένος βρεσίδι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---