Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβιοπαλαιστής
ουσιαστικό αρσενικό chi lavo`ra durame`nte per vi`vere βιοπαλαίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [βιοπαλαιστής ^-ή, ο^] 2 chi lavo`ra durame`nte per vi`vere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |