Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βιομηχανοποίηση  
ουσιαστικό θηλυκό

industrializzazio`ne ~f~ βιομηχανοποίηση της γεωργίας==industrializzazione dell'agricoltura | η βιομηχανοποίηση των χωρών τον τρίτον κόσμου==l'industrializzazione dei paesi del terzo mondo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βιομηχανοποιημένος βιομηχανοποιώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---