Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βιοποριστικός  
επίθετο

relati`vo al procaccia`rsi i mezzi di sostentame`nto βιοποριστική απασχόληση==occupazione che ci procura da vivere || i mezzi di sostentamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βιοπορισμός βιοπρωτεΐνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---