Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβιοποριστικός
επίθετο relati`vo al procaccia`rsi i mezzi di sostentame`nto βιοποριστική απασχόληση==occupazione che ci procura da vivere || i mezzi di sostentamento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |