Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βιοπάλη  
ουσιαστικό θηλυκό

lotta ~f~ per la vita όταν θα βγεις στη βιοπάλη, θα καταλάβεις την αξία τον χρήματος==quando dovrai lottare per vivere, capirai il valore del denaro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βιοπαλαίστρια βιοπορισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---