Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβιος
ουσιαστικό ουδέτερο 1 patrimo`nio ~m~; ave`ri ~m~; sosta`nza ~f~ άφησε όλο του το βίος στην Εκκλησία==ha lasciato tutti i suoi averi alla Chiesa 2 ((per estensione)) ricche`zza ~f~ τα παιδιά μου είναι το βίος μου==i figli sono la mia vera ricchezza βίος ουσιαστικό αρσενικό 1 vita ~f~ συζυγικός βίος==vita coniugale | πολιτικός βίος==vita politica | ιδιωτικός βίος==vita privata | δημόσιος βίος==vita pubblica | διά βίου==a vita 2 vita ~f~; biografi`a ~f~ ο βίος της Αγίας Αικατερίνης==la vita di santa Caterina | οι «Παράλληλοι Βίοι» τον Πλουτάρχου==le «Vite Parallele» di Plutarco+++αυτός είναι βίος και πολιτεία==in vita sua ne ha fatte di tutti i colori, ha corso la cavallina βίος ουσιαστικό ουδέτερο vita ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |