Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυξομείωση  
ουσιαστικό θηλυκό

aume`nto ~m~ e diminuzio`ne ~f~; oscillazio`ne ~f~; fluttuazio`ne ~f~; variazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυξομειώνω αύξοντας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---