Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαύξηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 aume`nto ~m~; increme`nto ~m~; accrescime`nto ~m~ αυξήσεις των μισθών==aumento degli stipendi | αύξηση πληθυσμού==aumento della popolazione, incremento demografico 2 grammatica aume`nto ~m~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη αύξηση μισθού = aumento [αρσ.] di stipendio Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |