Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυξάνομαι
ρήμα παθητικό aumenta`re; cre`scere αυξήθηκαν οι τιμές==i prezzi sono aumentati | τα κέρδη του αυξάνονται συνεχώς==i suoi guadagni aumentano continuamente αυξάνω ρήμα μεταβατικό aumenta`re; accre`scere; incrementa`re αύξησαν τις ώρες μαθημάτων==hanno aumentato le ore di lezione | θα αυξήσουν τον αριθμό των προσλήψεων==aumenteranno il numero degli assunti | αυξάνω την περιουσία μου==accrescere il proprio patrimonio | αυξάνω την παραγωγή==incrementare la produzione αυξάνω ρήμα αμετάβατο aumenta`re; cre`scere αυξάνουν τα προβλήματα==crescono i problemi | η ανεργία αυξάνει συνεχώς==la disoccupazione non fa che aumentare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |