Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτόματος  
επίθετο

1 automa`tico αυτόματη ανάφλεξη==accensione automatica | το ρολόι μου είναι αυτόματο==il mio orologio è automatico | αυτόματος τηλεφωνητής==segreteria telefonica
2 involonta`rio; mecca`nico; automa`tico οι αυτόματες κινήσεις ενός ανθρωπίνου οργάνου==i movimenti automatici di un organo umano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτοματοποιώ αυτομεταμόσχευση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το αυτόματο τηλεφώνημα = chiamata [θηλ.] in teleselezione || ο αυτόματος τηλεφωνιτής = segreteria [θηλ.] telefonica


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---