Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτομόληση
ουσιαστικό θηλυκό

lo stesso che [αυτομολία ^-ας, η^]

αυτομολία  
ουσιαστικό θηλυκό

militare diserzio`ne ~f~ ((anche in senso figurato))

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτομετασχηματιστής αυτομολώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---