Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτονομιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

autonomi`sta ~m~

αυτονομίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αυτονομιστής ^-ή, ο^]
2 autonomi`sta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτονομία αυτονομιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---