Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτοπεποίθηση  
ουσιαστικό θηλυκό

sicure`zza ~f~ di sè; fidu`cia ~f~ in sé

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτοπειθαρχία αυτοπεριορίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---