Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτονόμηση  
ουσιαστικό θηλυκό

il diveni`re auto`nomo; il proclama`re la pro`pria autonomi`a

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτονομημένος αυτονομία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---