Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυτοματισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 automaticità ~f~
2 automati`smo ~m~
3 automazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυτόματα αυτόματο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---