Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυλοκόλακας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 adulato`re ~m~ di corte 2 ((per estensione)) adulato`re ~m~ di pote`nti; cortigia`no ~m~; ((volgare)) leccacu`lo ~m~ αυλοκόλαξ ουσιαστικό αρσενικό forma arcaica di [αυλοκόλακας ^-α, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |