Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυλητής  
ουσιαστικό αρσενικό

musica auleta ~m~; flautista ~m~

αυλήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αυλητής ^-ή, ο^]
2 musica auleta ~f~; flautista ~f~

αυλητρίδα
ουσιαστικό θηλυκό

altra forma del femminile di [αυλητής ^-ή, ο^]

αυλητρίς
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αυλητρίδα ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυλή αυλικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---