GrecoItaliano


αυλητής  
ουσιαστικό αρσενικό

musica auleta ~m~; flautista ~m~

αυλήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αυλητής ^-ή, ο^]
2 musica auleta ~f~; flautista ~f~

αυλητρίδα
ουσιαστικό θηλυκό

altra forma del femminile di [αυλητής ^-ή, ο^]

αυλητρίς
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αυλητρίδα ^-ας, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AYLHTHS100}}
---CACHE---