Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυλή
ουσιαστικό θηλυκό 1 corti`le ~m~ τα παιδιά παίζουν στην αυλή==i ragazzi giocano in cortile 2 ανάκτορο co`rte ~m~ η αυλή των Βερσαλλιών==la corte di Versailles | οι κυρίες της αυλής==le dame di corte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |