Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυλακώνω
ρήμα μεταβατικό 1 solca`re; ara`re αυλακώνω ένα χωράφι==arare un campo 2 ((figurato)) solca`re; copri`re di ru`ghe τα γηρατειά είχαν αυλακώσει το πρόσωπό τον==la vecchiaia gli aveva solcato il viso di rughe permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |