Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυλάκι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 solco ~m~ 2 fosso ~m~ μπαίνει το νερό στ' αυλάκι==le cose vanno ormai per il loro verso giusto αυλάκιον ουσιαστικό ουδέτερο forma arcaica di [αυλάκι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |