Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυλακιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 solco ~m~; solcatu`ra ~f~ 2 ((figurato)) solco ~m~; ruga ~f~; grinza ~f~; cicatri`ce ~f~; sfre`gio ~m~ μέτωπο όλο βαθιές αυλακιές==fronte segnata da profondi solchi | μια αυλακιά παραμόρφωνε το μάγουλό τον==una cicatrice gli deturpava la guancia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |