Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αστράβω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αστράφτω]

αστράφτω  
ρήμα μεταβατικό

((popolare)) ammolla`re; appioppa`re; affibia`re αστράφτω ένα χαστούκι σε κάποιον==mollare un ceffone a qualcuno

αστράφτω
ρήμα αμετάβατο

1 lampeggia`re αστράφτει και βροντά==tuona e lampeggia
2 ((per estensione)) brilla`re; sple`ndere; scintilla`re το σπίτι αστράφτει από καθαριότητα==dopo le pulizie, tutta la casa brilla | το πρόσωπό τον άστραφτε από χαρά==il suo volto splendeva, brillava di gioia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αστοχώ αστραγαλοκνημιαίος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---