Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άστρο  
ουσιαστικό ουδέτερο

astronomia astro ~m~; stella ~f~ ((anche in senso figurato)) το άστρο της αυγής==la stella del mattino | πόλεμος των άστρων==guerra stellare | το άστρο της Βηθλεέμ==la stella di Betlemme, dei Re Magi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άστριος αστροβιολογία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---