Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αστράτευτος  
επίθετο

1 che non ha fatto il servi`zio milita`re
2 ((figurato)) indipende`nte; non impegna`to; disimpegna`to αστράτευτος καλλιτέχνης==artista disimpegnato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αστράπτω αστραφτερός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---