Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαστραψά
ουσιαστικό θηλυκό variante di [αστραψιά] αστραψιά ουσιαστικό θηλυκό 1 lampo ~m~ 2 nito`re ~m~ 3 scintilli`o ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |