Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαστή
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αστός ^-ού, ο^] 2 cittadi`na ~f~ αστοί ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός 1 la cittadina`nza ~f~ 2 gente ~f~ di città αστός ουσιαστικό αρσενικό 1 cittadi`no ~m~ 2 politica borghe`se ~m~ έχει νοοτροπία αστού==ha una mentalità borghese permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |