Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άστε-ντούα-ου
επίρρημα

variante di [αστεντούα]

αστεντούε
επίρρημα

variante di [αστεντούα]

αστουντούα
επίρρημα

variante di [αστεντούα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αστενισμένος αστενώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---