Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αστέρι  
ουσιαστικό ουδέτερο

astronomia stella ~f~; astro ~m~ ((anche in senso figurato)) τα αστέρια έλαμπαν στον ουρανό==le stelle splendevano nel cielo | ένα ανερχόμενο αστέρι της τηλεόρασης==una stella nascente della televisione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αστερέωτος αστερίας  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το κινηματογραφικό αστέρι = stella [θηλ.] del cinema


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---