Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαστίατρος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό medico ~m~ dell'Ufficio d'Igiene αστυΐατρος ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό variante di [αστίατρος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |