Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αστράγαλος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 anatomia astra`galo ~m~
2 ((per estensione)) cavi`glia ~f~ φόρεμα μακρύ μέχρι τους αστραγάλους==abito che arriva alla caviglia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αστραγαλοκνημιαίος αστράγγιχτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---