Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαστραπή
ουσιαστικό θηλυκό 1 lampo ~m~ 2 ((figurato)) lampo ~m~; baglio`re ~m~; bale`no ~m~ φάνηκε μια αστραπή μίσους στα μάτια της==nei suoi occhi apparve un lampo di odio αστροπή ουσιαστικό θηλυκό variante di [αστραπή] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματααστραπές και βροντές = tuoni [αρσ. πλυθ.] e lampi [αρσ. πλυθ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |