Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαστοχώ
ρήμα αμετάβατο 1 manca`re; falli`re il bersa`glio την επóμενη φορά δε θα αστοχήσω==la prossima volta non mancherò il bersaglio | αστόχησε στην εκτέλεση τον πέναλτι==il rigorista ha fallito, mancato il bersaglio 2 ((per estensione)) sbaglia`re; sbaglia`rsi; non riusci`re; falli`re αστόχησε στους υπολογισμούς του==ha sbagliato i calcoli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |