Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άρθρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 meccanica articolazio`ne ~f~; giuntu`ra ~f~
2 anatomia articolazio`ne ~f~ πονούν οι αρθρώσεις μου==mi dolgono le articolazioni, le giunture
3 articolazione ~f~; pronu`ncia ~f~ έχει προβλήματα άρθρωσης==non riesce ad articolare bene i suoni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρθρώνω αρθρωτός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---