Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρθρώνομαι
ρήμα παθητικό 1 articola`rsi 2 snoda`rsi αρθρώνω ρήμα μεταβατικό 1 meccanica articola`re; congiu`ngere 2 articola`re; proferi`re; pronuncia`re δεν κατάφερε ν' αρθρώσει λέξη==non riuscì ad articolare parola permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |