Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρθρώνομαι
ρήμα παθητικό

1 articola`rsi
2 snoda`rsi

αρθρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 meccanica articola`re; congiu`ngere
2 articola`re; proferi`re; pronuncia`re δεν κατάφερε ν' αρθρώσει λέξη==non riuscì ad articolare parola

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρθρωμένος άρθρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---