Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάρον άρον
επίρρημα in fretta e fu`ria; di corsa; in tutta fretta; da un mome`nto all'altro μετακόμισε άρον-άρον==traslocò in fretta e furia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |