Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρνιέμαι  
ρήμα μεταβατικό

1 nega`re δεν αρνήθηκε την ενοχή του==non negò la sua colpevolezza
2 απορρίπτω rifiuta`re; respi`ngere αρνήθηκε να υπακούσει==(si) rifiutò di obbedire | αρνήθηκαν τις προτάσεις μας==rifiutarono le nostre proposte | αρνήθηκε τη συγκατάθεσή του==rifiutò (di dare) il suo consenso
3 rinnega`re; sconfessa`re αρνήθηκε την πίστη του==rinnegò la sua fede | αρνούμαι τα ιδεώδη μου==sconfessare i propri ideali

αρνιούμαι
ρήμα παθητικό

variante di [αρνιέμαι]

αρνιώμαι
ρήμα παθητικό

variante di [αρνιέμαι]

αρνούμαι
ρήμα μεταβατικό

variante di [αρνιέμαι]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρνί αρνίσιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---