Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρκουδάκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

orsacchio`tto ~m~; orse`tto ~m~ γούνινο αρκουδάκι==orsacchiotto di peluche

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρκούδα αρκουδάμαξον  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---