Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρκετοί
επίθετο

1 plurale alqua`nti
2 dive`rsi

αρκετός  
επίθετο

1 sufficie`nte; basta`nte το ψωμί δεν ήταν αρκετό για όλους==non c'era pane bastante per tutti | δε βγάζει αρκετά λεφτά==non guadagna abbastanza soldi
2 pare`cchio; alqua`nto ήρθαν αρκετοί φίλοι στη γιορτή μου==alla mia festa sono venuti parecchi amici | σε αρκετές περιπτώσεις==in parecchie occasioni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρκετά! αρκομπουζιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---