Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αριστεριστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 gauchiste ^mf^
2 sinistro`ide ^mf^

αριστερίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αριστεριστής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αριστερισμός αριστερίστικος, (raro) αριστεριστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---