Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αριστερισμός
ουσιαστικό αρσενικό
1
gauchi`smo ~m~
2
sinistri`smo ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αριστερά
αριστεριστής >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
άριστα
[ουσ ουδ.]
άριστα
[επίρ.]
αριστείο
[ουσ ουδ.]
αριστερά
[θηλ.ουσ]
αριστερά
[επίρ.]
αριστερισμός
[ουσ αρσ ]
αριστεριστής
[ουσ αρσ ]
αριστερίστικος, (raro) αριστεριστικός
[επίθ.]
αριστερίστρια
{αριστερισ...
αριστερός
[επίθ.]
αριστερόστροφα
[επίρ.]
αριστερόστροφος
[επίθ.]
αριστερότατος
[επίθ.]
αριστερότερος
[επίθ.]
αριστερόχειρας
{αριστεροχ...
αριστερόχειρη
{αριστεροχ...
αριστεροχέρα
[θηλ.ουσ]
αριστερώτατος
[επίθ.]
αριστερώτερος
[επίθ.]
αριστεύω
{αρίστευσα...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis