Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άριστα  
ουσιαστικό ουδέτερο

scuola il ma`ssimo ~m~ dei voti; o`ttimo ~m~ πήρα άριστα στα λατινικά==ho preso ottimo in latino | παίρνω πτυχίο με άριστα==laurearsi con il massimo dei voti, con la lode

άριστα  
επίρρημα

beni`ssimo; ottimame`nte; o`ttimo γνωρίζω άριστα μια γλώσσα==conoscere ottimamente una lingua | έπραξες άριστα==hai agito benissimo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αριοφυτεμένος αριστείο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---