Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαριστερόχειρας
ουσιαστικό αρσενικό manci`no ~m~ αριστερόχειρη ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αριστερόχειρας ^-α, ο^] 2 manci`na ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |