GrecoItaliano


αριστερόχειρας  
ουσιαστικό αρσενικό

manci`no ~m~

αριστερόχειρη
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αριστερόχειρας ^-α, ο^]
2 manci`na ~f~

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ARISTEROCEIRAS100}}
---CACHE---