Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαριστοκράτες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός 1 la nobiltà ~f~; i nobili ~mp~ 2 ((per estensione)) i ricchi ~mp~ αριστοκράτης ουσιαστικό αρσενικό aristocra`tico ~m~; no`bile ~m~ αριστοκράτιδα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αριστοκράτης ^-η, ο^] 2 aristocra`tica ~f~; no`bile ~f~; gentildo`nna ~f~ αριστοκράτις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αριστοκρατίδα ^-ας, η^] αριστοκράτισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αριστοκράτης ^-η, ο^] 2 aristocra`tica ~f~; no`bile ~f~; gentildo`nna ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |