αριστοκράτης
ουσιαστικό αρσενικό
aristocra`tico ~m~; no`bile ~m~
αριστοκράτες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
1 la nobiltà ~f~; i nobili ~mp~
2 ((per estensione)) i ricchi ~mp~
αριστοκράτισσα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αριστοκράτης ^-η, ο^]
2 aristocra`tica ~f~; no`bile ~f~; gentildo`nna ~f~
αριστοκράτιδα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αριστοκράτης ^-η, ο^]
2 aristocra`tica ~f~; no`bile ~f~; gentildo`nna ~f~
αριστοκράτις
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αριστοκρατίδα ^-ας, η^]
ουσιαστικό αρσενικό
aristocra`tico ~m~; no`bile ~m~
αριστοκράτες
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
1 la nobiltà ~f~; i nobili ~mp~
2 ((per estensione)) i ricchi ~mp~
αριστοκράτισσα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αριστοκράτης ^-η, ο^]
2 aristocra`tica ~f~; no`bile ~f~; gentildo`nna ~f~
αριστοκράτιδα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αριστοκράτης ^-η, ο^]
2 aristocra`tica ~f~; no`bile ~f~; gentildo`nna ~f~
αριστοκράτις
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αριστοκρατίδα ^-ας, η^]
permalink
αριστοκράτες [ουσ αρσ πληθ.]
αριστοκράτης {αριστοκρα...
αριστοκράτιδα [θηλ.ουσ]
αριστοκράτις [θηλ.ουσ]
αριστοκράτισσα {αριστο-κρ...
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android