Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαργός
επίθετο 1 le`nto; che va pia`no με αργά βήματα==a passo lento 2 lento; tardo; indole`nte είναι πολύ αργός στη δουλειά του==è molto lento nel lavoro 3 terreno inco`lto αργό χωράφι==campo incolto 4 inopero`so; senza lavo`ro+++το αργό πετρέλαιο==petrolio greggio Άργος κύριο όνομα αρσενικό città della Grecia Argo ~f~ αργότατος επίθετο superlativo di [αργός] αργότερος επίθετο comparativo di [αργός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |