Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαργοπορεμένος
ουσιαστικό αρσενικό variante di [αργοπορημένος] αργοπορεμένος επίθετο variante di [αργοπορημένος] αργοπορημένος επίθετο 1 participio passato del verbo [αργοπορώ] 2 ritardata`rio 3 tardi`vo 4 in rita`rdo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |