Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αργοπορώ  
ρήμα μεταβατικό

ritarda`re; far ritarda`re μας αργοπόρησε η κυκλοφορία==il traffico ci ha fatto ritardare

αργοπορώ
ρήμα αμετάβατο

1 indugia`re; tarda`re; fare tardi μην αργοπορείς, γιατί θα χάσουμε το τρένο==non fare tardi, perché perderemo il treno
2 ritarda`re; e`ssere in rita`rdo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αργοπορία αργός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---