Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αργοπορία  
ουσιαστικό θηλυκό

rita`rdo ~m~ το πλοίο έφτασε με αργοπορία τριών ωρων==la nave è arrivata con un ritardo di tre ore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αργοπορημένος αργοπορώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---